- καλλίκαρπος
- (Callicarpa). Δέντρο ή θάμνος της οικογένειας των βερβερινιδών που ευδοκιμεί στην Ασία, στην Αφρική και στην Αυστραλία. Ονομάζεται και καλλίκαρπο. Περιλαμβάνει 35 είδη –πολλά από τα οποία καλλιεργούνται σε ευρωπαϊκά θερμοκήπια– με φυλλοβόλα φυτά, αντίθετα φύλλα και μικρά άνθη. Καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά είδη κυρίως επειδή έχουν άφθονους, γυαλιστερούς, ζωηρόχρωμους καρπούς που ωριμάζουν το φθινόπωρο. Τα είδη που αντέχουν περισσότερο στο κρύο και ευδοκιμούν και στην Ελλάδα είναι: κ. ο αμερικανικός και κ. το διχότομο.
* * *-η, -ο (AM καλλίκαρπος, -ον)αυτός που παράγει ή έχει ωραίους καρπούς, ο πλούσιος σε ωραίους καρπούς («τῆς καλλικάρπου Σικελίας», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)-* + -καρπος (< καρπός), πρβλ. λεπτό-καρπος, ξηρό-καρπος].
Dictionary of Greek. 2013.